φόρμιγγος

φόρμιγγος
φόρμιγξ
lyre
fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κήλον — κῆλον, τὸ (Α) 1. το ξύλο, το στέλεχος τού βέλους 2. το βέλος («ἐννῆμαρ μὲν ἀνὰ στρατὸν ὤχετο κῆλα θεοῑο», Ομ. Ιλ.) 3. φρ. «κῆλα νεῶν» α) ξύλα, ξυλεία για κατασκευή πλοίων β) συνεκδ. τα πλοία 4. μτφ. «φόρμιγγος κῆλα» τα ξύλα τής φόρμιγγας, η… …   Dictionary of Greek

  • αναξιφόρμιγξ — ἀναξιφόρμιγξ ( ιγγος), ο, η (Α) (για ύμνους) αυτός που κατευθύνει το παίξιμο τής φόρμιγγος, τής λύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄναξ + φόρμιγξ] …   Dictionary of Greek

  • δυσφόρμιγξ — ( ιγγος), ο, η (Α) φρ. «δυσφόρμιγξ ἄτη» συμφορά που δεν ταιριάζει με τη χαρούμενη μουσική τής φόρμιγγος, άξια για θρήνους, Ευρ.) …   Dictionary of Greek

  • τερψίνους — ουν και οος, οον, Α αυτός που τέρπει τον νου («τερψινόου φόρμιγγος», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τερψι τού τέρπω*, σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (πρβλ. τέρψω, τέρψις) + νοῦς (πρβλ. θελξί νους)] …   Dictionary of Greek

  • χορδή — η, ΝΜΑ, και χόρδα ΝΜ 1. καθετί που κατασκευάζεται από έντερο 2. νηματοειδές σώμα από έντερο, και, σήμερα, από μέταλλο, το οποίο, όταν τεντώνεται πάνω σε ηχείο μουσικού οργάνου και νύσσεται, παράγει ήχο (α. «οι χορδές τής κιθάρας» β. «φόρμιγγος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”